- στροβιλιστικός
- η , όν относящийся к кружению;
στροβιλιστικός χορός — вальс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στροβιλιστικός χορός — вальс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στροβιλιστικός — ή, ό, Ν [στροβιλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροβιλισμό 2. αυτός που γίνεται με στροβιλισμό («στροβιλιστικός χορός») 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι στροβιλιστικοί ζωολ. ομοταξία πλατυελμίνθων που περιλαμβάνει πέντε τάξεις οι οποίες… … Dictionary of Greek
στροβιλιστικός — ή, ό αυτός που έχει την τάση να στροβιλίζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)